- τοιουτότροπος
- -ον, Ατέτοιος, τέτοιας λογής («εἴτε τι ἄλλο τοιουτότροπον ξυνέβη γενέσθαι», Θουκ.).επίρρ...τοιουτοτρόπως ΝΜΑκατ' αυτόν τον τρόπο, έτσι.[ΕΤΥΜΟΛ. < τοιοῦτος + τρόπος (πρβλ. ἰδιό-τροπος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τοιουτότροπος — of such fashion masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοιουτοτρόπως — τοιουτότροπος of such fashion adverbial τοιουτότροπος of such fashion masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοιουτότροπον — τοιουτότροπος of such fashion masc/fem acc sg τοιουτότροπος of such fashion neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοιουτοτρόποις — τοιουτότροπος of such fashion masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοιουτοτρόποισι — τοιουτότροπος of such fashion masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοιουτοτρόποισιν — τοιουτότροπος of such fashion masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοιουτοτρόπου — τοιουτότροπος of such fashion masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοιουτοτρόπους — τοιουτότροπος of such fashion masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοιουτοτρόπων — τοιουτότροπος of such fashion masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοιουτοτρόπῳ — τοιουτότροπος of such fashion masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)